- προσελαύνω
- Α [ἐλαύνω]1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.)2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.)3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε ὁ ἱππεὺς πρὸς τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.β. «οἱ δὲ προσθέοντες [δηλαδή οι πεζοί] καὶ προσελαύνοντες ἠκόντιζον», Ξεν.)4. (γενικά) πλησιάζω («Κῡρος δὲ οὔπω ἦκεν, ἀλλ' ἔτι προσήλαυνε», Ξεν.)5. (για χρόνο) επίκειμαι, πλησιάζω («ἐπὶ τὸν ἀεὶ ἑξῆς ἅπαντα καὶ προσελαύνοντα χρόνον», πάπ.)6. παθ. προσελαύνομαιστερεώνομαι πάνω σε κάτι («πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοΰδαφος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.